-
1 ἀναίδεια
ἀναίδεια, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. [full] ἀναιδείη; [dialect] Att. also [full] ἀναιδείᾱ Ar.Fr. 226, poet. [full] ἀναιδία Hdn.Gr.2.453:—A shamelessness,ἀναιδείην ἐπιειμένε Il. 1.149
;ἀναιδείης ἐπιβῆναι Od.22.424
;ἡ γαστὴρ φρένας παρήγαγεν εἰς ἀναιδείην Archil.78
;ἀναιδείῃ διαχρεώμενοι Hdt.7.210
, cf. 6.129;ἀναιδείας πλέα S.El. 607
; μετ' ἀναιδείας, = ἀναιδῶς, Pl.Phdr. 254d;εἰς τοῦθ' ἧκεν ἀναιδείας D.18.22
.II in the Areopagus, λίθος ἀναιδείας was the stone of unforgivingness, on which stood an accuser who demanded the full penalty of the law against one accused of homicide (v.αἰδέομαι 11.3
), Paus.1.28.5; cf. ὕβρις.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναίδεια
См. также в других словарях:
επιέννυμι — ἐπιέννυμι (Α) 1. ρίχνω ένδυμα πάνω σε κάποιον («χλαῖναν δ’ ἐπιέσσαμεν ἡμεῖς», Ομ. Οδ.) 2. μέσ. ντύνομαι 3. φρ. α) «ἐπιέννυμαι γῆν» ντύνομαι το χώμα, πεθαίνω β) «ἀναιδείην ἐπιειμένε» που φοράς την αναίδεια σαν ρούχο σου, αδιάντροπε. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek